αλινδώ

αλινδώ
ἀλινδῶ (-έω) και ἀλίνδω (Α)
Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ
(το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.)
1. κυλιέμαι στη σκόνη
2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα
3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι
4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου
5. (με μειωτική σημ.) ἀλίνδομαι μετά τινος
6. ασχολούμαι εντατικά με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιας χρήσεως ρήμα, που αρχικά σήμαινε «κυλιέμαι στην άμμο ή στη σκόνη» (όπως κυλιούνται τα άλογα, για να απαλλαγούν από τον ιδρώτα). Πρόκειται για λ. από την ορολογία τής ιπποτροφίας και, κατ’ επέκταση, τού αθλητισμού. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με τα ρημ. εἰλέω, ἴλλω «ελίσσω, τυλίγω» κ.λπ. καθώς και με τη γλώσσα τού Ησυχίου ὑάλη (=Fάλη) «σκώληξ», ανάγεται δηλ. στην ΙΕ ρίζα wel «στρέφω, γυρίζω, κυλίω», επαυξημένη με -d-. Ο σχηματισμός τού ρήματος πρέπει να οφείλεται σε αναλογική επίδραση τού συνώνυμου ρήματος κυλίνδω, κυλινδῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλινδήθρα, ἀλίνδησις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλινδῶ — ἀλινδέω make to roll. pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλινδέω make to roll. pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίνδω — ἀλινδέω make to roll. pres subj act 1st sg ἀλινδέω make to roll. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- —     u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē     English meaning: to turn, wind; round, etc..     Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen”     Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”)     Material: A.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αλίνδησις — ἀλίνδησις ( εως), η (Α) [ἀλινδῶ] κύλισμα στη σκόνη (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα είδος πάλης, κατά την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο έδαφος) …   Dictionary of Greek

  • αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων …   Dictionary of Greek

  • αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές …   Dictionary of Greek

  • εξαλίνδω — ἐξαλίνδω (Α) [αλίνδω] 1. κυλώ έξω, κάνω κάτι να κυλίσει μακριά («ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε», Αριστοφ.) 2. διώχνω …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • κυλινδήθρα — κυλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)] …   Dictionary of Greek

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”